ἀπολιπαίνω

ἀπολιπαίνω
ἀπολῐπαίνω,
A oil, Antig.Mir.135.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολιπαίνω — (Α ἀπολιπαίνω) νεοελλ. αφαιρώ το λίπος, καθαρίζω από τις λιπαρές ουσίες αρχ. επαλείφω με λάδι …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”